- τάφος
- Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο.
* * *(I)ο, ΝΜΑλάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ τάφος», Θουκ.)νεοελλ.1. επιτάφιο μνημείο ή κενοτάφιο («ο τάφος τού Άγνωστου Στρατιώτη»)2. μτφ. καταστροφή, όλεθρος («η μάχη εκείνη ήταν ο τάφος του»)3. φρ. α) «σιωπή τάφου» — απόλυτη σιωπήβ) «μέχρι τάφου» — εφ' όρου ζωήςγ) «Άγιος [ή Πανάγιος] Τάφος»i) ο τάφος τού Χριστού στην Ιερουσαλήμii) συνεκδ. η ίδια η πόλη Ιερουσαλήμδ) «Τάγμα Αγίου Τάφου» — ιπποτικό λατινικό τάγμα τού οποίου οι αρχές ανάγονται πιθανώς στον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν ή στον Βαλδουίνο τής Φλάνδραςε) «είναι τάφος»(για πρόσ.) είναι πολύ εχέμυθος, δεν προδίδει ποτέ μυστικόαρχ.1. η τελετή ενταφιασμού ή καύσης νεκρού2. νεκρώσιμο γεύμα («ὁ τόν κτείνας δαίτυ τάφον Ἀργίοισι μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο», Ομ. Οδ.)3. συνεκδ. θάνατος («μέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», Σοφ.)4. βωμός5. μτφ. ο λάρυγγας τών αμαρτωλών («τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν», ΠΔ)6. φρ. α) «ἔμψυχοι τάφοι» — οι γύπες, οι οποίοι τρώνε πτώματα (Γόργ.)β) «ἔμψυχος τάφος» — ο υπέργηρος, ο πολύ γηρασμένος άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στον θάνατο (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταφ- τού ρ. θάπ-τω (βλ. λ. θάπτω) + κατάλ. -ος].————————(II)-εος, το, Αέκπληξη, θαυμασμός («τάφος δ' ἕλε πάντας», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταφ- τού αρχ. παρακμ. τέ-θηπ-α (βλ. λ. θάμβος) + κατάλ. ουδ. -ος].
Dictionary of Greek. 2013.